benjamim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
benjamim | benjamims |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το αγαπημένο παιδί, το στερνοπαίδι που του έχουν όλοι αδυναμία
- ο νεοεισερχόμενος και νεότερος σε μια παρέα, οργάνωση
- (στη Βραζιλία μόνο) αντάπτορας