benzemek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- benzemek < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بڭزهمك (beñzemek)
Ρήμα
[επεξεργασία]benzemek (tr)
benzemek (tr)