berichten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

berichten (de)

  • πληροφορώ, μεταδίδω νέα, αναφέρω
    Er berichtete über den Verlauf seiner Arbeit. - Έδωσε αναφορά για την πορεία της δουλειάς του.
    Aus London berichtet unser Journalist... - Από το Λονδίνο μεταδίδει ο δημοσιογράφος μας...

Συνώνυμα

[επεξεργασία]