besichtigen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

besichtigen (de)

  • επισκέπτομαι (ένα μέρος)
    ich möchte das Parlament besichtigen - θα ήθελα να επισκεφτώ τη Βουλή

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]