bestia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bestia (ia)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bestia (es)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bestia bestie

bestia (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bestia (la)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bestia (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]