bestimmt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bestimmt (de)

  • σίγουρα
    er hat es bestimmt vergessen - σίγουρα θα το ξέχασε