beta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beta (en)

  1. το βήτα
  2. (πληροφορική) η δοκιμαστική έκδοση ενός λογισμικού



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beta (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: βήτα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beta (sv)