beurré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | beurré | beurrés |
θηλυκό | beurrée | beurrées |
beurré (fr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- beurré < beurrer
Μετοχή
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | beurré | beurrés |
θηλυκό | beurrée | beurrées |
beurré (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
beurré | beurrés |
beurré (fr) αρσενικό
- είδος αλκοολούχου ποτού