beurré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bœ.ʁe/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
beurré, παραλλαγή του bourré

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beurré beurrés
θηλυκό beurrée beurrées

beurré (fr)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
beurré < beurrer

Μετοχή

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό beurré beurrés
θηλυκό beurrée beurrées

beurré (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
beurré beurrés

beurré (fr) αρσενικό