bevelen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]bevelen (nl) (αόριστος : beval, (πλ: bevalen), παθ. μτχ. : bevolen)
bevelen (nl) (αόριστος : beval, (πλ: bevalen), παθ. μτχ. : bevolen)