bien-être
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bien-être (fr) αρσενικό
- η ευδαιμονία, η θαλπωρή, η άνεση,το ευ ζην , η ευεξία