bilan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

bilan < (άμεσο δάνειο) ιταλική bilancio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bilan bilans

bilan (fr) αρσενικό

  1. ο ισολογισμός
  2. το διαγώνισμα
  3. η εξέταση
  4. ο απολογισμός