bioaccumulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bioaccumulation bioaccumulations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bioaccumulation (fr) θηλυκό