biogéographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
biogéographie biogéographies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biogéographie (fr) θηλυκό