bisser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bi.se/

bisser (fr)

  1. επαναλαμβάνω κάτι που αρέσει
  2. μένω στην ίδια τάξη (Βέλγιο, Ρουάντα, Κονγκό, Μπουρκίνα Φάσο, Μάλι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]