bistiri̯áo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bistiri̯áo < σλαβικά (βουλγαρικά) peštera (πβ. ρουμανικά peșteră)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bistiri̯áo (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός: bistirei)