bitwise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]bitwise (en)
- (πληροφορική) κατά δυφίο (bit), δυφίο προς δυφίο, με εφαρμογή στη στάθμη (σε επίπεδο) δυφίου
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- bit-wise inverted: δυφιακά αντεστραμμένος [2]
Επίθετο
[επεξεργασία]bitwise (en)
- (πληροφορική) η επεξεργασία κατά δυφίο (bit), δυφίο προς δυφίο, με εφαρμογή στη στάθμη (σε επίπεδο) δυφίου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 «δυφιηδόν» από αναζήτηση «bitwise» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Τυποποίηση ορολογίας, σελ. 18. Προσπέλαση 2020-06-21.