blé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

blé (fr) αρσενικό

  1. το σιτάρι
  2. (αργκό) το χρήμα, τα λεφτά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη argent