blandishment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

blandishment (en)

  • κολακευτικό καλόπιασμα, καλόπιασμα, κολακεία στοχευμένης κινητοποίησης