blocage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /blɔ.kɑʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blocage blocages

blocage (fr) αρσενικό