blonde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

blonde (en)

  1. άτομο με ανοιχτόχρωμο δέρμα και μαλλιά· ο ξανθός (και συνηθέστερα) η ξανθιά
  2. το ξανθό χρώμα

Επίθετο

[επεξεργασία]

blonde (en)

  1. ξανθός
  2. ξανθότριχος



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blonde < θηλυκό του blond

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blonde blondes

blonde (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) χαζούλα, «βλίτο», αφελής
  2. (Καναδάς) φίλη