blondissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
blondissement blondissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

blondissement (fr) αρσενικό