blueprint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχιτεκτονικό τεχνικό σχέδιο (κυανοτυπία) του 1902

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blueprint < blue + print

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blueprint blueprints

blueprint (en)

  1. (ζωγραφική) τεχνικό σχέδιο
    αναλυτικό γραμμικό σχέδιο
  2. κυανοτυπία
     συνώνυμα: cyanotype
  3. πρότυπο, προσχέδιο
  4. (μεταφορικά) βασικές, θεμελιώδεις ιδέες ή αρχές

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • blueprint στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Blueprints, εικόνες στα Wikimedia Commons