blurred

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blurred < to blur

Επίθετο

[επεξεργασία]

blurred (en)

  1. θολός, θολωμένος
    blurred effect - θολό εφέ
    to have blurred vision - βλέπω θολά

Συγγενικά

[επεξεργασία]