boiling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | boiling |
συγκριτικός | more boiling |
υπερθετικός | most boiling |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]boiling (en)
- βραστός, βρασμός
- ↪ The water is boiling.
- Το νερό είναι βραστό.
- ↪ the boiling point - το σημείο βρασμού
- ↪ The water is boiling.
- (ανεπίσημο) καυτός, πάρα πολύ ζεστός
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]boiling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του boil
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 175, 441. ISBN 9780194325684., λήμμα: βραστός, καυτός