boite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boite | boites |
boite (fr) θηλυκό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- boîte (παραδοσιακή ορθογραφία)
Δείτε επίσης : boîte |
ενικός | πληθυντικός |
boite | boites |
boite (fr) θηλυκό