boner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. (χυδαίο) καύλωμα, στύση, σηκωμάρα
  2. (κυριολεκτικά) που αφαιρεί κόκαλα, που ξεκοκαλίζει
  3. (παρωχημένο) (αργκό) ηλίθιο σφάλμα, μεγάλο ή χαζό λάθος, πατάτα