borea

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
borea < λατινική boreas < αρχαία ελληνική Βορέας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

borea (it)

  • βόρειος παγωμένος άνεμος