bouffe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bouffe bouffes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bouffe (fr) θηλυκό

  1. (αργκό) το φαγητό, τα τρόφιμα
  2. (αργκό) το γεύμα, το φαγοπότι