bouffon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouffon | bouffons |
θηλυκό | bouffonne | bouffonnes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bouffon (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouffon | bouffons |
θηλυκό | bouffonne | bouffonnes |
bouffon (fr) αρσενικό