boulot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boulot boulots

boulot (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) η δουλειά, ο φόρτος εργασίας
  2. (οικείο) το επάγγελμα