boum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boum, ονοματοποιία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bum/

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

boum (fr)

il a fait boum pour me faire peur - έκανε μπουμ για να με τρομάξει

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boum boums

boum (fr) αρσενικό

  1. μεγάλος θόρυβος, κρότος
    j'ai été réveillé par un boum - με ξύπνησε ένας κρότος
  2. (μεταφορικά) μεγάλη και απότομη επιτυχία
    cette pièce fait un boum phénoménal - αυτό το (θεατρικό) έργο έχει φοβερή επιτυχία
     συνώνυμα: succès

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (οικείο) être en plein boum - έχω φοβερή δουλειά, σκίζομαι στη δουλειά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boum < surboum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boum boums

boum (fr) θηλυκό

je suis invité à une boum - είμαι καλεσμένος σε πάρτι
 συνώνυμα: surprise-partie

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]