bounced check
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bounced check | bounced checks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]bounced check (en) (αμερικανική γραφή)
- (οικονομία) η επιταγή χωρίς αντίκρισμα