boutonnière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
boutonnière boutonnières

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boutonnière < bouton + -ière

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bu.tɔ.njɛʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boutonnière (fr) θηλυκό

  1. (ραπτική) κουμπότρυπα
  2. (ραπτική, ειδικότερα) μπουτονιέρα
  3. (ιατρική) η τομή στη χειρουργική