brûlure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

brûlure < brûler + -ure

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brûlure brûlures

brûlure (fr) θηλυκό

  1. η καούρα
  2. το έγκαυμα
  3. η κάψα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]