braise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. braise < breze < αγνώστου ετύμου, ίσως γερμανικού
  2. braise < brésiller

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
braise braises

braise (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

braise (fr) θηλυκό