branché

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Branche, branche

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
branché < brancher

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /brɑ̃.ʃe/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
branché branchés

branché (fr)

  1. μοντέρνος
  2. που ανήκει σε κάποιο ρεύμα, « της μόδας »

Συγγενικά

[επεξεργασία]