branché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- branché < brancher
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
branché | branchés |
branché (fr)
Δείτε επίσης : Branche, branche |
ενικός | πληθυντικός |
branché | branchés |
branché (fr)