bratowa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bratowa (pl) θηλυκό

  • η νύφη, η γυναίκα του αδελφού

Συγγενικά

[επεξεργασία]