bribery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bribery < bribe + -ery

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bribery (en) (μη μετρήσιμο)

  • η δωροδοκία, η δωροληψία, ο χρηματισμός
    Bribery is rife in public services.
    Η δωροδοκία είναι κανόνας στις δημόσιες υπηρεσίες.
    He was caught in the act of bribery.
    Συνελήφθη επ' αυτοφώρω για χρηματισμό.