bride

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bride brides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bride (en)

  • η νύφη (η γυναίκα την ώρα του γάμου της)



      ενικός         πληθυντικός  
bride brides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bride (fr) θηλυκό