brief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Brief

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός brief
συγκριτικός briefer
υπερθετικός briefest

brief (en)

  1. σύντομος, μικρός, που διαρκεί μόνο λίγο
    in his brief life - στη σύντομη ζωή του
    a brief visit/conversation - μια μικρή επίσκεψη/συζήτηση
  2. σύντομος, ολιγόλογος, με λίγα λόγια
    brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
    I’ll be brief.
    Θα είμαι σύντομος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας brief
γ΄ ενικό ενεστώτα briefs
αόριστος briefed
παθητική μετοχή briefed
ενεργητική μετοχή briefing

brief (en)

  • ενημερώνω
    The pilots were briefed before their mission.
    Οι πιλότοι ενημερώθηκαν πριν από την αποστολή τους.
    The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
    Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brief (nl) αρσενικό