brigade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
brigade < (άμεσο δάνειο) ιταλική brigata

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brigade brigades

brigade (fr) θηλυκό

  1. στον στρατό, στην αστυνομία, στη δημόσια διοίκηση ή οπουδήποτε αλλού, σώμα με ειδικές αρμοδιότητες
  2. (στρατιωτικός όρος) η ταξιαρχία

Συγγενικά

[επεξεργασία]