briqueterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
briqueterie | briqueteries |
briqueterie (fr) θηλυκό
- εργοστάσιο κατασκευής τούβλων
ενικός | πληθυντικός |
briqueterie | briqueteries |
briqueterie (fr) θηλυκό