brossette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
brossette < brosse

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁo.sɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brossette brossettes

brossette (fr) θηλυκό