broue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
broue broues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

broue (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη bière