building

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
building buildings

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
building < build + -ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

building (en)

  1. το κτίριο
    a renovated building - ανακαινισμένο κτίριο
  2. (μη μετρήσιμο) το χτίσιμο, η οικοδόμηση, η οικοδομή, η ανέγερση, η ενέργεια του χτίζω/οικοδομώ
    the building of a house - το χτίσιμο ενός σπιτιού
    They worked towards building a better world.
    Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
    illegal building - παράνομη οικοδόμηση
    No home building permits will be given for these areas.
    Δεν θα δοθούν άδειες οικοδομής οικιών σε αυτές τις περιοχές.
    This space has already been allocated for the building of a school.
    Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για την ανέγερση σχολείου.
     συνώνυμα: construction