bulk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bulk bulks

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʌlk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bulk (en)

  1. χύμα, ασυσκεύαστος
  2. (μη μετρήσιμο) μεγάλος όγκος
    It’s advantageous to buy in bulk.
    Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.