bullshit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | bullshit |
συγκριτικός | more bullshit |
υπερθετικός | most bullshit |
bullshit (en)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]bullshit! (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (χυδαίο, κυριολεκτικά) το σκατό, η κουράδα
- (χυδαίο, μεταφορικά) μαλακίες, ασυναρτησίες, μπούρδες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- bullshit στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bullshit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bullshits |
αόριστος | bullshitted, bullshit |
παθητική μετοχή | bullshitted, bullshit |
ενεργητική μετοχή | bullshitting |
bullshit (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- bullshit - Oxford Learner's Dictionaries
- bullshit - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)