bury in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας bury in
γ΄ ενικό ενεστώτα buries in
αόριστος buried in
παθητική μετοχή buried in
ενεργητική μετοχή burying in

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bury in < → δείτε τις λέξεις bury και in

Ρήμα[επεξεργασία]

bury in (en)

  • (+oneself) θάβομαι, πηγαίνω ή βρίσκομαι σε ένα μέρος όπου δεν θα συναντήσω πολλούς ανθρώπους
    He went and buried himself in the country.
    Πήγε και θάφτηκε (=απομονώθηκε) στην εξοχή.

Πηγές[επεξεργασία]