butte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
butte < θηλυκό του but

Προφορά

[επεξεργασία]
ομόηχο: but

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
butte buttes

butte (fr) θηλυκό

  1. (σκοποβολή) στήριγμα πάνω στο οποίο στερεώνεται ένας στόχος
  2. μικρός τύμβος
  3. (γεωπονία) μικρός σωρός από χώμα που φτιάχνουμε στη βάση ενός φυτού
  4. (γεωμορφολογία) στενόλοφος, πυργόλοφος
  5. (αργκό) το βήμα πάνω στο οποίο εκτελείται κάποιος
    {γράφεται και bute)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]