była

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbɨwa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

była (pl) θηλυκό

  1. η πρώην

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

była (pl)

  1. θηλυκό του były

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

była (pl)

  1. θηλυκό του γ' ενικού παρελθόντος χρόνου του ρήματος być